- καταμείγνυμι
- καταμείγνυμι και καταμειγνύω (Α)ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μείγνυμι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάμειξις — κατάμειξις, ἡ (Α) [καταμείγνυμι] η πλήρης ανάμιξη … Dictionary of Greek
καταμίγνυμι — (Α) βλ. καταμείγνυμι … Dictionary of Greek
καταμίσγω — (Α) καταμείγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μείγνυμι] … Dictionary of Greek
συγκαταμείγνυμι — και συγκαταμίγνυμι Α ενώνω, συνενώνω, αναμιγνύω (α. «χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς», Ευρ. β. «ὠδαῑς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμείγνυμι «ενώνω, αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek